«Σαν
όνειρο μου φαίνεται, μα μου’ ρχεται ζαλάδα,
Το βλέπω εις τον ύπνο
μου πως βράζω φασουλάδα!
Ω χαίρε, βράσε γρήγορα,
βράσε να σε ρουφήξω,
Πρωτύτερα ένα λεπτό, να
μη λιγοθυμήσω ………»
Στην παγκόσμια ποιητική ανθολογία δεν υπάρχει, πιστεύουμε,
προηγούμενο που η βασανιστική πείνα να απετέλεσε πηγή ποιητικής
έμπνευσης και η φασουλάδα και το ψωμί να αναδείχθηκαν σε αντικείμενα υπερτάτου
πόθου.
Κι’ όμως ο Έλληνας Καραγκιόζης κατέστησε την ασίγαστη λόρδα
του, την άκρα εξαθλίωση και την κακομοιριά του επίκεντρο ανεξάντλητης ποιητικής
δημιουργίας. Μήπως μέσα στο διάβα του ιστορικού του βίου ο Ελληνικός Λαός πάντα
δεν ήταν στερημένος, υποσιτισμένος και πεινασμένος, δυστυχώς ακόμη και μέχρι
τις μέρες μας;
Όσο, λοιπόν, περισσότερο πεινούσε και εστερείτο και των
στοιχειοδεστέρων ο Καραγκιόζης, τόσο το
διασκέδαζε τραγουδώντας τη λαχτάρα του να φάει, να πιεί, να γλυκαθεί, να
χορτάσει, στολίζοντας τις παραστάσεις του με χαριτωμένα ποιηματάκια, ευθύς απ’
τον πρόλογο: Ο Καραγκιόζης απαγγέλλει,
«Σαν ποιητής που είμαι πάντα πεινασμένος
σου τραγουδάω, φασουλάδα μου, ο καημένος». Ο
Κολλητήρης (συνεχίζει τραγουδώντας) : «Φασόλια γίγαντες γιαχνί ο μάγερας τα βράζει και μένα την κοιλίτσα μου την εκατασπαράζει!». Ο
Κοπρίτης:
«Κουλούρα μου σε αγαπώ, φρατζόλα θα σ’
αρπάζω, κι αν δε με δει ο φούρναρης στη μέση θα σε σφάζω!». Ο Πιρικόγκος: «Ζαχαροπλάστη, δε μου λες γιατί τους λουκουμάδες άλλοι τους τρων’, μα ‘γω κοιτώ από τις χαραμάδες;» Και ως
κουαρτέτο: «Μάγειρα, κάτσε
φρόνιμα και δώσε μου να φάω, γιατί την κατσαρόλα σου σπίτι μου θα τήν πάρω!».
Για να εκφραστεί, λοιπόν, όσο πιο ζωντανά γινόταν, αυτή η
διαρκής ακροβασία του Καραγκιόζη στα απώτατα όρια του ενστίκτου της
αυτοσυντήρησης, ο λόγος του θεάτρου σκιών συν τω χρόνω μπολιάστηκε από
ευτράπελα ποιήματα και τραγουδάκια, που διακωμωδούσαν τον «γουργουρισμό των
εντέρων» του Καραγκιόζη και της φαμίλιας του, που δεν απείχε και πολύ από τις
συνέπειες των στερήσεων που επεφύλασσε ο μέσος όρος της ποιότητας ζωής των
κατωτέρων λαϊκών στρωμάτων. Έτσι, τα παιδάκια απ’ τους πάγκους τραγουδούσαν
ρυθμικά και με παλαμάκια μαζί με το κολλητήρι, καθώς παρουσιαζόταν στο
φωτισμένο πανί, για να κάνει το πρώτο χουνέρι στον ανυποψίαστο Μπαρμπαγιώργο:
«Το μάτι σου τ’ αλήθωρο και το στραμπουληγμένο
ξέρεις γιατί αλληθώρησε;
Γιατί ΄ναι πεινασμένο!
Να μου χαθείς, να μου χαθείς παλιομπουγαδοκλέφτη
τεμπέλαρε, ξυπόλητε και καρπαζομαζέφτη.»
Τα
ποιηματάκια αυτά τα μαστόρευε είτε ο ίδιος ο Καραγκιοζοπαίκτης, αν διέθετε
κάποιο μικρό ταλέντο στιχοπλόκου, που συνήθως συνόδευε τους ευφραδείς και
ευφυείς καλλιτέχνες του παλιού καιρού, ή ήσαν αυθόρμητα προϊόντα πιστών
εγγραμάτων φίλων του, που συγκροτούσαν ένα στενό κύκλο θαυμαστών, απ’ τον οποίο
δεν έλειπαν και δεσποινίδες που εκδήλωναν την συμπάθειά τους προς τον ξυπόλητο
πρωταγωνιστή συνθέτοντας ποιηματάκια, σαν αυτό που ακούγεται απ’ το στόμα του Ομορφονιού
του Κούζαρου: «Τσιμπούσαν κάποιον μια
βραδιά οι ψύλλοι στο κρεβάτι, κι ο δυστυχής δεν μπόραγε στιγμή να κλείσει μάτι.
Τι έκανε; Σηκώθηκε κι έσβησε το καντήλι, να μην τον βλέπουν στα σκοτεινά οι
ψύλλοι!»
Ψύλλοι,
ψείρες, ποντίκια φιλοξενούνταν μόνιμα στην παράγκα, αλλά μόνο η πείνα συνόδευε
και ταλαιπωρούσε τον Καραγκιόζη, πανταχού παρούσα:
Ακόμη
και πάνω στη γέφυρα της Αλαμάνας, όπου καλείται να φυλάξει σκοπός! Όμως, παρά
την αυστηρή εντολή του Διάκου να
παραμείνει σιωπηλός, εκείνος, ισορροπώντας καθισμένος πάνω στη λαβή του
γιαταγανιού του, τραγουδάει, για να πάρει θάρρος: «Στο βουνό ψηλά εκεί βλέπω φρατζόλα ελκυστική, να την εφθάσω δεν μπορώ
και δώστου η κοιλιά χορό!». Κι’ όταν πάλι τρέμει απ’ τον φόβο του, όχι
μήπως δεν φάει, αλλά μήπως φαγωθεί, παρηγοριέται απαγγέλοντας: «Σε τούτο δω το πλατύ του έρημου του τόπου
ίσως να γίνω ο φτωχός μεζές του ….. Λυκανθρώπου. Βοήθα, Χριστέ και Παναγιά, και
σύ, ω Θεία Κρίση, μην έβγει ο Λυκάνθρωπος και με καταβροχθίσει;»
Χτυπημένος, άλλοτε, κατακούτελα από έρωτα - καθώς αντικρίζει την ακριβοθώρητη και πληθωρική
σε κάλλη Βεζυροπούλα – ποιο μέτρο σύγκρισης επιλέγει για να αποφανθεί για την
ομορφιά και θελκτικότητά της; Φυσικά τα διάφορα εδέσματα: «Αφράτη σαν εφτάζυμο, ζεστή σαν κοκορέτσι, χορταστική σαν καπαμάς,
νόστιμη ….. σαν γιουβέτσι», καθώς του τρέχουν τα σάλια, όχι τόσο απ’ την
θωριά της όμορφης κόρης, όσο απ’ την ξελιγωμάρα του.
Έχουμε,
βέβαια, συνηθίσει τον Καραγκιόζη κεφάτο, γελαστό κι’ ανέμελο, όμως σε κρίσιμες
στιγμές της παράστασης, πέφτει κι αυτός σε περισυλλογή, κάνοντας την
αυτοκριτική του ενώπιον των θεατών: «Εγέρασα,
μωρέ παιδιά, σαράντα χρόνια κλέφτης, ψεύτης, αρχιτεμπέλαρος και τώρα
καρκαλέτζος, για να παίζω στο μπερντέ ….. άιντε ντε, άιντε ντε. Ποιος ξέρει από
το μνήμα μου, τι δένδρο θα φυτρώσει και τι ματσούκι άγριο στο ξύλο θα με
στρώσει.»
Ο
Καραγκιόζης, όμως, δεν καταβάλλεται, ούτε πεθαίνει, ακόμη κι από πείνα, γιατί
πάντα τρεφόταν και θα τρέφεται απ’ την μοναδική τροφή που τον χορταίνει, το χειροκρότημα των θεατών του, μικρό
αντίδωρο για τα πλούσια γέλια και τη χαρά που διαχρονικά τους προσφέρει!
ΤΑΣΟΥ ΚΟΥΖΑΡΟΥ
ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗ ΘΕΑΤΡΟΥ ΣΚΙΩΝ – ΦΙΛΟΛΟΓΟΥ
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου