«Άιντε στου Μανώλη την Ταβέρνα ρίξανε μια κουμπουριά ……. στουβρρρρ ….. άιντε
και τρυπήσαν τα βαρέλια και χυθήκαν τα κρασιά. Νταμουτζουρούμ …… Μπρούμ ……. Μπρούμ!».
Και έπεφτε η καρπαζιά στο κεφάλι του Χατζατζάρη απ’ τον μεθυσμένο Καραγκιόζη,
καθώς ξεκινούσε η παράσταση.
Κουμπουριές, φίλοι και φίλες, έπεφταν όχι μόνο στην
Καραγκιόζικη ταβέρνα μα και κατά την διάρκεια μιας παράστασης. Κι’ άλλες
ακούγονταν μέσα απ’ τον μπερντέ ριγμένες απ’ τον Καραγκιοζοπαίκτη ή τον
Κουκλοπαίκτη και τους βοηθούς τους έχοντας πρακτική αξία, καθώς ο βρόντος της
κουμπούρας σηματοδοτούσε την έναρξη των παραστάσεων. Τον Σεπτέμβρη του 1902 ο Χρήστος Κονιτσιώτης – κορυφαίος
ανδρεικελλοπαίκτης που ξεκίνησε από Καραγκιοζοπαίκτης και πέθανε το 1928-29- «Εξακολουθεί τας παραστάσεις του εις το
Αθήναιον. Ανάβει και κάθε βράδυ το τόξον του αεριόφωτος προ του θεάτρου. Εις
τας 10 πέφτει η πρώτη κουμπούρα ………
εις τας 11 η δευτέρα, εις τας 12 η τρίτη ….. οι περίοικοι το βράδυ μετρούν τις ώρες των με τις κουμπουριές του
Κονιτσιώτη», όπως μας πληροφορεί η εφημερίδα ΣΚΡΙΠ. Φυσικά, κουμπουριές
ρίχνονταν κι όταν το απαιτούσε η παράσταση σε συγκεκριμένες σκηνές του έργου
είτε επρόκειτο για ηρωικό είτε για κοινωνικό δράμα. Πολλές φορές όμως ο
Καραγκιοζοπαίκτης ξεπερνούσε το μέτρο προκαλώντας γενική αναστάτωση στην
συνοικία, διαμαρτυρίες των περιοίκων και αγανάκτηση των δημοσιογράφων που
καλούσαν απ’ την εφημερίδα τους την αστυνομία να επέμβει. Χαρακτηριστικό
παράδειγμα αποτελεί ο Καραγκιοζοπαίκτης Χρήστος
Κόντος. Αυτός παίζοντας στη Δεξαμενή τον Ιούλιο του 1901, μετατρέπει τον
Καραγκιόζη από «κωμικό» σε «τραγικό» δίδοντας «την κακούργον Ασπασίαν», τραγωδία εις δύο πράξεις. Και αφού στην
παράστασιν συνέβησαν σημεία και τέρατα …… «καταφθάνει
ο Μέγας Αλέξανδρος, ο οποίος δια κουμπουριάς κατατρομαζούσης την
συνοικίαν της Δεξαμενής, φονεύει την κακούργον Ασπασίαν». Και να τα
αποτελέσματα της κατάχρησης της κουμπούρας! « ……. το αποτέλεσμα της παραστάσεως ήτο ότι πολλοί εκ των θεατών απεχώρησαν
με νεύρα σπασμένα εκ των πυροβολισμών και οι νευρικώτεροι έχασαν τον ύπνον των.
Μανθάνω δε (συμπληρώνει ο δημοσιογράφος της ΣΚΡΙΠ) ότι επί απειλή ξυλοκοπήματος
απηγορεύθει εις τον Διευθυντήν των χαρτίνων ανδρεικέλλων της Δεξαμενής η
εξακολούθησης της νέας του τεχνοτροπίας …». Και μη μπορώντας να αποφύγει την
σύγκριση συνεχίζει: «Ο Καραγκιόζης
των ανδρεικέλλων της Δεξαμενής σημειώσατε ότι είναι αρκετά ξεκαρδιστικός,
επίσης και ο Σιόρ-Διονύσιος ο Φρίγος
Αγαθούποτε Αγγέλλου. Υστερεί μόνον από τον άλλον αντίπαλον του Σταδίου εις
τον Μπαρμπαγιώργον
τον οποίον έπλασεν ο δεύτερος. (Ο ΜΙΜΑΡΟΣ σ.σ.)
και
εις τον οποίον είναι ανυπέρβλητος. Αλ’ ο δεύτερος αυτός (Ο ΜΙΜΑΡΟΣ) κύριος της τέχνης του, δεν εσκέφθη ποτέ
να ρίξει πυροβολισμούς. Ενώ ο πρώτος (Χρήστος Κόντος σ.σ) τους έρριψε προχθές
αφθόνως….». Το ανωτέρω απόσπασμα αποτελεί μιας πρώτης τάξεως απάντηση σε
όσους Καραγκιοζολογούντες υποστήριξαν
και υποστηρίζουν αναπόδεικτα πως τάχα ο Χρήστος Κόντος απετέλεσε διδάσκαλο του
Μίμαρου, του ανυπέρβλητου στον Μπαρμπαγιώργο, που έπλασε ο ίδιος, του κυρίου της τέχνης του!
Γιατί όμως ο Μίμαρος δεν έριπτε πυροβολισμούς; Απάντηση σε
αυτό ίσως αποτελεί η προσωπική του περιπέτεια, που παρ΄ολίγον να του στοιχίσει
και την ίδια του τη ζωή. Να τι συνέβη, καθώς οι κουμπουριές-πιστολιές έπεφταν
κι έξω από το πανί απ΄ τους θεατές εναντίον των Καραγκιοζοπαικτών! Αιτία που
δέχθηκε τον πυροβολισμό, υπήρξε η « ….
Έκτακτος αληθώς μιμητική του δύναμις εις το να απομιμείται και να αναπαριστά
τύπους διαφόρων κατοίκων της Ελλάδος ιδίως δε Ζακυνθίων, με τόσην τέχνην και
επιτυχίαν, ώστε μια φορά εις την Γαστούνη, όταν είχε στήσει εκεί το θεατρίδιό
του και υπό την φωτοβολούσαν οθόνην ήρχισεν να παρελαύνει η σιλουέτα Ζακυνθίου
τύπου, τύπου αμειλίκτως σατυριζομένου, Ζακύνθιοι τινές θεαταί, τροθέντες από
την σάτυρα επυροβόλησαν λόγω πατριωτισμού κατά του μικρού θεάτρου και παρ’
ολίγον να πέσει ο Μίμαρος νεκρός! – Ήδη ο λαϊκός καλλιτέχνης ευρίσκεται, ως μοι
είπον, εις τας φυλακάς ….». Το περιστατικό που διασώζει ο ειδικός απεσταλμένος της
εφημερίδος ΤΟ ΑΣΤΥ στην Πάτρα την Κυριακή 10/7/1894, - κατά τους υπολογισμούς
μας- πρέπει να έλαβε χώρα περί την 21η/5/1893 στη μεγάλη
αλογοπανήγυρη της Γαστούνης που γινόταν κατά τους εορτασμούς των Αγίων
Κωνσταντίνου και Ελένης.
Δραματικότερη, βέβαια,
έκβαση είχε η αδυσώπητη σάτιρα που άσκησε ο Βασίλειος Αγαπητός ή Ζεστός– ο καλύτερος βοηθός του
Μίμαρου – σε βάρος ενός κοντόσωμου και μονόχνωτου ανθρώπου ονόματι Στάθη
Κολώνια. Το βράδυ της 25ης/7/1892 ο Αγαπητός παίζει στη γενέτειρά
του, στο Νιοχώρι κοντά στο Μεσολόγγι το «Στοιχειωμένο
Δενδρί». Την ώρα λοιπόν που ο Καραγκιόζης έλεγε το ξόρκι που του είχε μάθει
ο διάβολος, για να τον πάρει με το μέρος του: «στα πριμ, στα πρόνια» ο Αγαπητός συνέχισε:
«Στα
πριμ στα πρόνια
Που
στου σπιτ’ τ’ Στάθη τ’ Κολώνια
Τα μπρούμυτα μπαίνεις
Τ’
ανάσκελα βγαίνεις»
Αυτό ήταν! Θυμωμένος ο
Κολώνιας πήγε την άλλη μέρα στον Αγαπητό και τον απείλησε ότι αν το επαναλάβει
θα τον σκότωνε. Το ίδιο βράδυ ο Αγαπητός το ξανάπε. Τότε ο Κολώνιας που
παρακολουθούσε την παράσταση πυροβόλησε προς το μέρος της σκηνής, με αποτέλεσμα
να σκοτωθεί ο νεαρός βοηθός του Γιώτας
Ζαρνακούπης (ή Πάνος Ζαρμακούπης σ.σ) από το Αιτωλικό. (Περιοδικό ΑΝΤΙ 183
31/7/1981, σελ. 50 Καραγκιόζης. ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΠΑΛΙΟ ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΟΠΑΙΚΤΗ, Βασίλης
Αγαπητός (1865-1940) του Μιχάλη Βαλιανάτου). Ο αείμνηστος Αγαπητός
σ’ όλη του τη ζωή, όπως καταγράφουν όσοι τον εγνώρισαν, υπέφερε συνειδησιακά,
γιατί ήτο και θεοσεβής άνθρωπος, επειδή ο Καραγκιόζης του υπήρξε αιτία ενός
φόνου!
Αυτές, φίλοι και φίλες,
υπήρξαν μερικές απ’ τις πιο επώνυμες κουμπουριές που ρίχτηκαν δίκαια ή άδικα
κατά τις απαρχές του ελληνικού Θεάτρου Σκιών. Το ιστορικό χρονολόγιο διαθέτει
πλήθος πληροφοριών για πυροβολισμούς που ρίχτηκαν διαχρονικά απ’ τον μπερντέ
και κατά του μπερντέ. Από τα παραπάνω δύο δραματικά γεγονότα που σημάδεψαν τόσο
τον Μίμαρο όσο και τον Αγαπητό, φαίνεται πως πλάστηκε και ο θρύλος περί πυροβολισμού του Αντώνη Μόλλα, μεγαλοποιώντας «μια λιποθυμία και μια αίτηση διακοπής της
παράστασης … που συνέβη στη Δεξαμενή το 1923» και όπως έλεγε σαρκαστικά ό
Αντώνης Μόλλας «ήτανε 10 Αυγούστου η
ημέρα που .. σκοτώθηκα»! (Δ. Μόλλα ο Καραγκιόζης μας σελ.148-149).
Κλείνοντας αυτό το
αφιέρωμά μας για τις κουμπουριές στον Καραγκιόζη ας ευθυμήσουμε
ενθυμούμενοι ένα απ’ τα περίφημα ανέκδοτα με πρωταγωνιστή τον Δημητρό Πάγκαλο, όπως το
διασώζει ο Σωτήρης Σπαθάρης στα απομνημονεύματά του, σελ. 221-222: «Ένα βραδάκι που ο Πάγκαλος δεν είχε
παράσταση συνάντησε στην Ομόνοια τον συνάδελφό του Θεοδωρέλλο, που θα έπαιζε κείνο το βράδυ στον
«ΑΠΟΛΛΩΝΑ», το τώρα «ΠΕΡΟΚΕ», και του είπε να πάνε στο Φάληρο που ήξερε ένα
καλό κρασί.
- Δεν ήμαστε καλά, του λέει ο
Θεοδωρέλλος, ν’ αφήσω την παράσταση να πάω για κρασί!
- Βάζουμε στοίχημα πως δεν θα παίξεις
απόψε; του κάνει ο Πάγκαλος. Ο ένας «Εγώ θα παίξω», ο άλλος «Δεν θα παίξεις»,
τραβάγανε μαζί κατά τον ΑΠΟΛΛΩΝΑ. Μόλις φθάσανε στο στενό που ήτανε η
αστυνομία, ρίχνει μια κουμπουριά ο
Πάγκαλος που τράνταξε όλη η γειτονιά και ρίχνει χάμω την κουμπούρα. ΄Όταν
μαζεύτηκαν οι χωροφυλάκοι φώναξε του Θεοδωρέλλου: «Εγώ σου’ λεγα να μην την
ρίξεις κι εσύ έλεγες θα τη ρίξω, γιατί δεν κάνει κρότο. Να τώρα τι έκανες». Τους πήγανε και τους δύο στην
αστυνομία κι εκείνο το βράδυ δεν έπαιξε ο Θεοδωρέλλος.
ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗ ΘΕΑΤΡΟΥ ΣΚΙΩΝ – ΦΙΛΟΛΟΓΟΥ
ΤΑΣΟΥ ΚΟΥΖΑΡΟΥ
ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗ ΘΕΑΤΡΟΥ ΣΚΙΩΝ – ΦΙΛΟΛΟΓΟΥ
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου